της Μαρίας Κατσουνάκη |
Ολομόναχοι αντιμέτωποι με τη φύση ή με το άπειρο.Ο άνθρωπος σε ακραίες συνθήκες δοκιμάζει στρατηγικές επιβίωσης και δοκιμάζεται. Εξαντλεί κάθε προσπάθεια και εξαντλείται. Ετσι, το τέλος μοιάζει να μην είναι μάταιο. Η τέχνη δεν μετράει νικητές και ηττημένους, ο κινηματογράφος δεν τάσσεται με την πλευρά των νικητών, των ηρώων που αποθεώνονται στο τέλος μιας ταινίας σε ένα –αναμενόμενο– χάπι εντ. Στο «Gravity» και στο «Ολα χάθηκαν»που προβάλλονται στις αίθουσες, με επιτυχία, η Σάντρα Μπούλοκ και ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ βιώνουν, ο καθένας με τον τρόπο του, το τέλος. Η πρώτη, στην ταινία του Αλφόνσο Κουαρόν αιωρείται στο Διάστημα αναζητώντας έναν τρόπο επιστροφής στη γη. Ο δεύτερος, στην ταινία του Τζέι Σι Τσάντορ, είναι ένας ιστιοπλόος που παλεύει με τη φύση πάνω στο σκάφος του στα ανοιχτά της Σουμάτρας. Και οι δύο σε ρεσιτάλ αυτοπειθαρχίας και επινοητικότητας, δεν εγκαταλείπουν τον αγώνα παρότι όλα μοιάζουν χαμένα εξαρχής και τίποτα δεν συνηγορεί υπέρ της σωτηρίας τους. Δεν έχει και πολλή σημασία το γεγονός ότι η αστροναύτης επιβιώνει και ο θαλασσομάχος χάνεται. Και οι δύο έχουν απέναντί τους τον εαυτό τους, σε μια αναμέτρηση πρωτίστως υπαρξιακή. Στην απόλυτη σιωπή του σύμπαντος η Μπούλοκ, ακούει μόνο τη φωνή της· στην αντάρα του πελάγους ο Ρέντφορντ παραμένει επιβλητικά σιωπηλός, κραυγάζει μόνο μια φορά παλεύοντας με την απελπισία. Οι άνθρωποι δοκιμαζόμαστε σκληρά.Σε συνθήκες κρίσης, με εξωτερικούς παράγοντες ανεξέλεγκτους, ανηλεείς, αδάμαστους. Αντέχουν όσοι διαθέτουν καλή φυσική κατάσταση, αξιομνημόνευτες δεξιότητες και γνώσεις. Και κάτι ακόμη πιο βασικό: όσοι δεν παραιτούνται, δεν παραδίδουν τα όπλα, δεν αποσύρονται, δεν συνθλίβονται από τη μελαγχολία ή την κατάθλιψη. Πριν από λίγες ημέρες στη Στέγη Γραμμάτων παρουσιάστηκε από τη θεατρική ομάδα του Σίμου Κακάλα μια εκδοχή για τη συντέλεια του κόσμου. Μετά μια μεγάλη καταστροφή, πέντε τελευταίοι άνθρωποι στον πλανήτη φτάνουν στο μοναδικό σημείο του πολιτισμού που έχει μείνει όρθιο. Εκεί θα περάσουν τις τελευταίες τους ώρες χωρίς να μπορούν πια να περιμένουν κανέναν και τίποτα. Το «Τέλος», μια σύνθεση από σημαντικά κείμενα του 20ού αιώνα, θέτει παρεμφερή με τις δύο ταινίες ερωτήματα: Οταν όλα μοιάζει να έχουν τελειώσει, συνεχίζουμε να προσπαθούμε να ζήσουμε με κάθε κόστος; Μπορούμε ακόμη και τότε να ελπίζουμε και να ονειρευόμαστε; Υπάρχει κάτι χειρότερο να περιμένουμε ή το χειρότερο βρίσκεται ήδη μέσα μας; Η αλληγορία είναι ένας προσφυής τρόποςγια την καλλιτεχνική δημιουργία να προσεγγίσει αχαρτογράφητα νερά. Κόσμους που δεν γνωρίζουμε, κόσμους μέσα στους οποίους πλέουμε τυφλά, χρησιμοποιώντας εξάρτυση παλιά και φθαρμένη.Οσο πιο πιεστική και αδιάγνωστη γίνεται η πραγματικότητα που μας περιβάλλει τόσο η τέχνη θα εμψυχώνει, θα βοηθά να κατανοήσουμε –και αν όχι απλώς να προσεγγίσουμε– το νέο και ακόμη αδιαμόρφωτο. Οι κινηματογραφικοί ήρωες δεν είναι καθόλου «υπερήρωες».Δεν είναι σούπερμαν, δεν ανήκουν στο είδος της επιστημονικής φαντασίας. Η οδύσσειά τους, απρόβλεπτη ή αναμενόμενη, είναι μοναχική, απαιτεί ικανότητες σωματικές και πνευματικές, έναν ανθρωπότυπο που σκέφτεται σύνθετα, δρα με γνώση, συνδυαστικά και όχι παρορμητικά. Το τέλος, είτε οφείλεται σε έλλειψη βαρύτηταςείτε σε έναν ξαφνικό τυφώνα, είναι μια εξωγενής, ακραία, συνθήκη. Οι καταιγίδες, αστρικές, θαλάσσιες ή οικονομικές, έχουν αναμφίβολα απώλειες. Θα έχουν όμως μόνο απώλειες αν εγκαταλείψουμε τον αγώνα πριν καν αρχίσει. |
↧
Ακόμα κι όταν όλα έχουν χαθεί
↧